- υψικόρυφος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει ψηλή κορυφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κορυφή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υψικόρυφος — η, ο (για δέντρα και βουνά), αυτός που έχει υψηλή κορυφή, υψηλός: Υψικόρυφο κυπαρίσσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek
υψίκερας — έρατος, και ιων. τ. ὑψικέρης, ητος, ὁ, ἡ, Α υψικόρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κερας / κέρης (< κέρας), πρβλ. καλλί κερας] … Dictionary of Greek
υψίκομος — η, ο / ὑψίκομος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και όμη Α (για δέντρο) αυτός που έχει το φύλλωμά του ψηλά αρχ. 1. αυτός τού οποίου οι βόστρυχοι είναι δεμένοι ψηλά 2. (για όρος) υψικόρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ κομος] … Dictionary of Greek
υψίκρανος — ον, Μ υψικόρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρανος (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. ὀρθό κρανος] … Dictionary of Greek
υψίλοφος — και ὑψήλοφος και ὑψόλοφος, ον, Α 1. υψικόρυφος 2. (γενικά) υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λόφος] … Dictionary of Greek
υψικάρηνος — ον, Α (συν. για δέντρο) υψικόρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. πολυ κάρηνος] … Dictionary of Greek
υψικόρυμβος — ον, Μ υψικόρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κόρυμβος «άκρο, κορυφή»] … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek